-
1 αναθεωρώ
ἀναθεωρέωexamine carefully: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναθεωρέωexamine carefully: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
2 ἀναθεωρῶ
ἀναθεωρέωexamine carefully: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναθεωρέωexamine carefully: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
3 αναθεωρώ
(ε) μετ. пересматривать; проверять; ревизовать -
4 αναθεωρώ
[анатэоро] р. пересматривать, проверять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναθεωρώ
-
5 αναθεωρώ
[анатэоро] ρ пересматривать, проверять. -
6 αναθεωρώ
reviewΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αναθεωρώ
-
7 пересматривать
-
8 revise
1) (to correct faults and make improvements in (a book etc): This dictionary has been completely revised.) διορθώνω, αναθεωρώ2) (to study one's previous work, notes etc in preparation for an examination etc: You'd better start revising (your Latin) for your exam.) κάνω επανάληψη3) (to change (one's opinion etc).) αναθεωρώ•- revision -
9 переоценивать
1. (завышать оценку) υπερεκτιμώ, υπερτιμώ 2. (пересматривать оценку) αναθεωρώ, επανεκτιμώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переоценивать
-
10 пересматривать
1. (осматривать, просматривать заново) αναθεωρώ,επανεξετάζω 2 (посмотреть всё) βλέπωόλα/τα πάντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересматривать
-
11 пересматривать
пересматриватьнесов (рассматривать заново) ἀναθεωρώ, ἐπανεξετάζω:\пересматривать приговор ἐπανεξετάζω τήν ἀπόφαση δικαστηρίου. -
12 ревизовать
ревизоватьсов и несов1. (обследовать) ἐλέγχω, ἐπιθεωρώ:\ревизовать кассу ἐλέγχω τό ταμείο·2. (пересматривать) ἀναθεωρώ. -
13 θέση
[-ις (-εως)] η1) место;πιάνω θέση — занимать место;
αλλάζω θέση — пересаживаться;
βάζω κάτι στη θέση του — положить (поставить) что-л, на место;
όλες οι θέσεις είναι πιασμένες — все места заняты;
λάβετε θέσεις! — по местам!;
2) положение, расположение, местоположение;βάζω στην πρώτη θέση — выдвигать на первый план;
η θέση τού σπιτιού (της πόλης) — местоположение дома (города);
3) положение, состояние; ситуация;βρίσκομαι σε δύσκολη θέση — находиться в затруднительном, трудном положении;
4) прям., перен. позиция;πολιτική από θέσεως ισχύος — политика с позиции силы;
παίρνω θέση — высказываться, высказывать свою точку зрения;
παίρνω σωστή θέση — занимать правильную позицию;
ο εχθρός δυνάμωσε τίς θέσεις του — враг укрепил свои позиции;
αναθεωρώ τη θέση μου — пересматривать свою позицию;
5) долж- ность, место; положение;η κοινωνική θέση — социальное, общественное положение;
διορίζομαι σε καλή θέση — получить хорошее место;
τί θέση έχει; — какую должность он занимает?;
6) класс, разряд;βαγόνι δεύτερης θέσης — вагон второго класса;
7) положение, тезис;θέσεις της εισήγησης — тезисы доклада;
θεμελιώδεις θέσεις — основные положения;
8) постановка (вопроса); выдвижение (предложения);θέσ ζητήματος εμπιστοσύνης — постановка вопроса о доверии;
9) диссертация;§ έργο με θέση — социально направленное произведение;
είμαι σε θέση να... — быть в состоянии... (сделать что-л,);
δεν έχεις θέση εδώ — здесь тебе не место;
αυτό δεν έχει θέση εδώ — это здесь ни к чему;
τί θέση έχει αυτό εδώ; — причём здесь это?;
στη θέση μου (σου, του — и т. д.) на моём (твоём, его и т. п.) месте;
βάζω κάποιον στη θέση του — поставить кого-л. на своё место;
θέσει μακρά συλλαβή — грам, долгий слог по положению
-
14 reconsider
[ri:kən'sidə](to think about again and possibly change one's opinion, decision etc: Please reconsider your decision to leave the firm.) ξανασκέφτομαι, αναθεωρώ -
15 review
[rə'vju:] 1. noun1) (a written report on a book, play etc giving the writer's opinion of it.) κριτική2) (an inspection of troops etc.) επιθεώρηση3) ((American) revision; studying or going over one's notes: I have just enough time for a quick review of my speech; I made a quick review of my notes before the test.) επανάληψη2. verb1) (to make or have a review of: The book was reviewed in yesterday's paper; The Queen reviewed the troops.) γράφω κριτική/ επιθεωρώ2) (to reconsider: We'll review the situation at the end of the month.) αναθεωρώ, επανεξετάζω3) ((American) to revise; to go over one's notes, lessons etc in preparation for an examination: I have to review (my notes) for the test tomorrow.) κάνω επανάληψη•- reviewer -
16 отступить
-уйлю, -упишь,επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.
2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).
3. κάμπτομαι• λυγίζω•отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•
отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•
отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.
|| παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•
отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•
-от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.
4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•от правила παραβαίνω τον κανόνα•
отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.
5. αρχίζω με νέα παράγραφο.1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ. -
17 пересмотреть
-мотрго, мотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересмотренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξανακοιτάζω•я -л все книги, но нужной не нашл ξανακοίταξα όλα τα βιβλία, όμως αυτό που ήθελα δεν το βρήκα.
2. επανεξετάζω, αναθεωρώ•пересмотреть вопрос επανεξετάζω το ζήτημα.
3. κοιτάζω, βλέπω (όλους, πολλούς). -
18 перетряхнуть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетряхнутый, βρ: -нут, -а, -оτινάζω•-одежду τινάζω τα ενδύματα.
|| μτφ. αναθεωρώ, επανεξετάζω. -
19 ревизовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ревизованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. ελέγχω• επιθεωρώ.2. αναθεωρώ. -
20 review
1) αναθεωρώ2) ανασκόπηση3) ανασκοπώ4) κριτική
См. также в других словарях:
αναθεωρώ — αναθεωρώ, αναθεώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αναθεωρώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. ερευνώ κάτι επιμελέστερα, ξαναεξετάζω, για να τροποποιήσω: Αναθεωρήθηκαν οι μη θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. 2. τροποποιώ προηγούμενες σκέψεις ή αποφάσεις μου: Τα πολιτικά κόμματα τα τελευταία χρόνια αναθεώρησαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναθεωρῶ — ἀναθεωρέω examine carefully pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναθεωρέω examine carefully pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθεωρητής — ο αυτός που αναθεωρεί, που εξετάζει για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεωρώ. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον πληθυντικό (ἀναθεωρηταί*) από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1830. ΠΑΡ. αναθεωρητικός] … Dictionary of Greek
αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] … Dictionary of Greek
αναπολώ — ( έω) (Α ἀναπολῶ και ποιητ. ἀμπολῶ) επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναλογίζομαι αρχ. 1. αναστρέφω το χώμα με άροτρο, οργώνω 2. επαναλαμβάνω, αναθεωρώ 3. σκέπτομαι, σταθμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πολῶ «αναστρέφω». ΠΑΡ. αναπόληση( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αναριθμώ — ( έω) (Α ἀναριθμοῡμαι, έομαι) νεοελλ. αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ αρχ. 1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι 2. αναθεωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριθμώ. ΠΑΡ. αναρίθμητος] … Dictionary of Greek
ανεπισκέπτομαι — (Μ ἀνεπισκέπτομαι) νεοελλ. επισκέπτομαι εκ νέου μσν. αναθεωρώ … Dictionary of Greek
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… … Dictionary of Greek